Λίμπουργκ

Λίμπουργκ
I
(φλαμανδ. Limburg, γαλλ. Limbourg). Ιστορική γεωγραφική περιοχή της κεντρικής Ευρώπης, η οποία από το 1839 είναι διαμοιρασμένη πολιτικά μεταξύ της Ολλανδίας και του Βελγίου και αποτελεί δύο επαρχίες, μία στο βορειοανατολικό Βέλγιο και μία στο νότιο τμήμα της Ολλανδίας.
Η επιφάνεια του Λ. είναι κυματοειδής και λοφώδης στα Ν, πεδινή και ενίοτε ελώδης στα Β. Διαρρέεται από τον Μόσα, που αποτελεί σημαντικό τμήμα των συνόρων μεταξύ των δύο χωρών. Αρκετά διαδεδομένη είναι η κτηνοτροφία βοοειδών στην περιοχή. Σημαντικές πλουτοπαραγωγικές πηγές είναι επίσης η γεωργία (δημητριακά, πατάτες, ζαχαρότευτλα, κτηνοτροφές) και τα ανθρακωρυχεία, τα οποία συνετέλεσαν στην ανάπτυξη της βιομηχανίας.
II
(φλαμανδ. Limburg, γαλλ. Limbourg). Επαρχία (2.422 τ. χλμ., 791.178 κάτ. το 2000) του Βελγίου, στη ζώνη της Φλάνδρας, με πρωτεύουσα την πόλη Χάσελτ (Hasselt, 68.085 κάτ.). Περιλαμβάνει τμήμα του γαιανθρακοφόρου λεκανοπεδίου της Καμπίν, η εκμετάλλευση του οποίου αποτελεί τη βάση εντατικής εκβιομηχάνισης (εργοστάσια χημικών προϊόντων, υαλουργίας). Η επαρχία παράγει γαλακτοκομικά προϊόντα, φρούτα, δημητριακά, ζαχαρότευτλα κ.ά. Κυριότερες πόλεις είναι η πρωτεύουσα Χάσελτ και η Γκενκ, στο κεντρικό τμήμα της επαρχίας, οι Σεν-Τροντ και Τονγκρ στο νότιο τμήμα. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού μιλά τη φλαμανδική γλώσσα.
Τοπίο στη βελγική περιοχή του Λίμπουργκ.
III
(φλαμανδ. Limburg). Επαρχία (2.209 τ. χλμ., 1.142.667 κάτ. το 2002) της Ολλανδίας, με πρωτεύουσα το Μάαστριχτ (Maastricht, 121.756 κάτ.). Περιλαμβάνει ένα πλούσιο γαιανθρακοφόρο διαμέρισμα και είναι έδρα διαφόρων βιομηχανιών. Στην επαρχία καλλιεργείται σιτάρι και εκτρέφονται χοίροι και πουλερικά. Κυριότερες πόλεις είναι η Βένλο και η Ρούρμοντ στον ποταμό Μόσα, η Σίταρντ και η Χέερλεν στο νότιο τμήμα. Το Μάαστριχτ, η πρωτεύουσα, χρονολογείται από τους ρωμαϊκούς χρόνους και είναι χτισμένη σε ένα πέρασμα του Μόσα (η αρχική ονομασία της ήταν Trajectum Superius και έπειτα ονομάστηκε Trajectum ad Mosam, που σημαίνει δίοδος στον Μόσα). Αποτελεί εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο (υφαντουργίας και χημικών προϊόντων). Διαθέτει αρκετά ιστορικά μνημεία, κυριότερα από τα οποία είναι οι ρομανικού ρυθμού ναοί του Αγίου Σερβατίου και της Παναγίας.
Αεροφωτογραφία από την περιοχή του Λίμπουργκ στην Ολλανδία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… …   Dictionary of Greek

  • μικρογραφία — Μικρή εικόνα, ζωγραφισμένη στα παλιά κείμενα, με σκοπό να τα καταστήσει και οπτικά εύληπτα. Η μ. είναι πανάρχαιο είδος. Εμφανίστηκε περίπου πριν από τέσσερις χιλιάδες χρόνια στους παπύρους του Βιβλίου των Νεκρών της αρχαίας Αιγύπτου και ήταν… …   Dictionary of Greek

  • ρήνος — (Rhein γερμανικά, Rhin γαλλικά, Rijn ολλανδικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που έχει συνολικό μήκος 1326 χλμ. και λεκάνη απορροής 225.000 τ. χλμ. Ο Ρ. είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της Ευρώπης, φορέας… …   Dictionary of Greek

  • σμάλτο — Υαλώδης εύτηκτη ουσία, που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό, προστατευτικό ή στεγανοποιητικό επίχρισμα σε μεταλλικά ή κεραμικά αντικείμενα. Όπως το γυαλί, έτσι και τα σ. έχουν κύριο συνθετικό τα πυριτικά και βορικά άλατα νάτριου ή κάλιου και… …   Dictionary of Greek

  • τοπιογραφία — Ζωγραφική που έχει αποκλειστικό θέμα το τοπίο. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να συλλάβει και να εικονίσει ο ζωγράφος ένα τοπίο. Είναι π.χ. δυνατό να είναι απλώς ένα διακοσμητικό φόντο, που προορίζεται να καλύψει ένα κενό πίσω από το κύριο θέμα του… …   Dictionary of Greek

  • άνθρακες, ορυκτοί — Χημικός όρος, γενικής σημασίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι πλούσιες σε άνθρακα ύλες, οι οποίες σχηματίζονται είτε με φυσική μετατροπή των φυτικών λειψάνων (o.ά.) είτε με τεχνητή, με την επίδραση θερμικής ενέργειας σε διάφορες οργανικές ύλες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”